μπροστινός

μπροστινός
antérieur

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μπροστινός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, εμπρόσθιος, πρόσθιος 2. αυτός που αποτελεί την όψη ή βρίσκεται στο εμπρόσθιο μέρος ενός πράγματος 3. αυτός που προπορεύεται, που προηγείται 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μπροστινά τα εμπρόσθια μέρη τού… …   Dictionary of Greek

  • (ε)μπροστινός — ή, ό αυτός που βρίσκεται μπροστά μας, ο εμπρόσθιος: Αντέγραψα στο διαγώνισμα από τον μπροστινό μου στο θρανίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμπροσθινός — και μπροστινός, ή, ό (Μ ἐμπροσθινός και μπροστινός και ἐμπροστινός και ὀμπροστινός) 1. πρόσθιος, εμπρόσθιος, μπροστινός 2. προηγούμενος («ὁ μπροστινός της ἄνδρας», Λίβ.) μσν. (για στρατιώτη) αυτός που βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή, στην προκάλυψη …   Dictionary of Greek

  • ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… …   Dictionary of Greek

  • -ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… …   Dictionary of Greek

  • άωρος — (I) ἄωρος, ον (Α) [ώρα] 1. ανώριμος, άγουρος 2. άκαιρος, παράκαιρος 3. δύσμορφος, αποκρουστικός. (II) ἄωρος, ον (Α) 1. μετέωρος 2. (για πόδια ζώου) μπροστινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολογίας, στην οποία έχουν δοθεί διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • βδέλλα — (hirudo). Δακτυλιοσκώληκας της τάξης των γναθοβδελλομόρφων, γνωστός και ως β. η ιατρική. Ζει κυρίως στα στάσιμα γλυκά νερά και είναι το τυπικό παράδειγμα του παρασιτικού απομυζητικού οργανισμού. Το πρασινωπό σώμα της είναι κυλινδρικό, μαλακό,… …   Dictionary of Greek

  • εμπρόσθιος — α, ο (AM ἐμπρόσθιος, ον) αυτός που βρίσκεται μπροστά, πρόσθιος, μπροστινός αρχ. αστρον. αυτός που προηγείται στην ημερήσια κίνηση τού ουρανού. επίρρ... εμπροσθίως κατά το εμπρόσθιο μέρος, από εμπρός …   Dictionary of Greek

  • κάβος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 23 κάτ.) της Αίγινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιά. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 46 κάτ.) της Εύβοιας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Λιχάδος του …   Dictionary of Greek

  • μπροστινέλα — η [μπροστινός] το μέρος τής ζευκτηρίας που προσαρμόζεται στη σαγή τού στήθους τών υποζυγίων, κυρίως τών αλόγων, και χρησιμεύει για την έλξη, προστερνίδιο, περιστήθιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”